- διαδακνω
- διαδάκνωδια-δάκνωразрывать зубами, грызть, разгрызать
(διαδάκνεσθαι τῷ Κερβέρῳ Plut.)
; перен. преследовать, донимать(τινά Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(διαδάκνεσθαι τῷ Κερβέρῳ Plut.)
; перен. преследовать, донимать(τινά Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διαδάκνω — (Α) [δάκνω] δαγκώνω με δύναμη … Dictionary of Greek
δάκνω — (AM) 1. δαγκώνω, πληγώνω με τα δόντια 2. κεντώ, ερεθίζω 3. (για τον νου, το πνεύμα ή την καρδιά) λυπώ, στενοχωρώ («δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μύθος» ο λόγος στενοχώρησε τον Έκτορα) μσν. διαπερνώ, διατρυπώ αρχ. 1. σφίγγω απλώς ή κρατώ κάτι με τα δόντια … Dictionary of Greek